MAXTV.gr
ΕΚΠΟΜΠΕΣΕΚΠΟΜΠΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ

Γιώργος Γκουλιόβας: «Είδα τον Τζιμ Λόντο να παλεύει και είπα “έτσι θέλω να γίνω”»

Ο θρυλικός παλαιστής Μασκοφόρος – Κόκκινος Δαίμων αφηγείται τη –σαν μυθιστόρημα– ζωή του

«Στα τριάντα χρόνια που είμαι στην Ελλάδα αυτή είναι η τέταρτη φορά που μιλάω σε δημοσιογράφο» λέει ο θρυλικός παλαιστής Γιώργος Γκουλιόβας, γνωστός και ως Μασκοφόρος από την εποχή που γέμιζε ασφυκτικά τα στάδια κατατροπώνοντας τους αντιπάλους του. Βρισκόμαστε ένα πρωινό στο σπίτι του. Η μία ιστορία φέρνει την άλλη. «Πρέπει να ξαναέρθω» του λέω, «έχετε ζήσει δέκα ζωές, είναι αδύνατον να μου τα πείτε όλα σήμερα». Έτσι, όσα ακολουθούν είναι από συζητήσεις που έγιναν σε δύο συναντήσεις.

Αποφάσισε να γίνει παλαιστής όταν ήταν μόλις οκτώ χρόνων. «Είχε έρθει ένας κινητός κινηματογράφος στο χωριό όπου μεγάλωσα, το Αιγίνιο Πιερίας. Εκεί στα επίκαιρα είδα τον Τζιμ Λόντο να παλεύει και είπα μέσα μου “έτσι θέλω να γίνω”. Καταλαβαίνεις πόσο κόντρα ήταν αυτό για μένα, ένα αδύνατο παιδάκι, βοηθό δεξιού ψάλτη στον Αγιο Αθανάσιο. Οταν το είπα στους γονείς μου μου απάντησαν ότι μάλλον δεν ήμουν στα καλά μου».

Ο ίδιος όμως ήθελε πάση θυσία να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. «Στο χωριό δεν ξέραμε τι είναι τα βάρη. Ετσι πήρα μια σωλήνα, την έβαλα σε ένα δέντρο για να κάνω μονόζυγο και πήρα και κάτι τενεκέδες από λάδι, τους έβαλα και μπετό και τους ένωσα με μια άλλη σωλήνα για να κάνω ασκήσεις». Στα 14 του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου μαθήτευσε στη σχολή των ΣΕΚ, του σημερινού ΟΣΕ.

Η πορεία του στα ελληνικά ρινγκ

Στην Αθήνα ήρθε έναν χρόνο μετά. «Έμεινα λίγο στο Μεταξουργείο. Ξανάρθα Αθήνα αργότερα και έμεινα σε ένα διαμέρισμα στην Πλάκα που το είχαν ο Νικόλας Κοεμτζής και τα αδέρφια του». Για να ζήσει εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής, μανάβης, κουλουρτζής, λούστρος. Στην Αθήνα γνώρισε και τον Γιώργο Τρομάρα με τον οποίο τους συνδέει βαθιά φιλία 52 χρόνων. «Ο Γιώργος ήταν τότε 16-17, εγώ 20. Οταν τον γνώρισα ήταν εξηντακάτι κιλά. Δεν φανταζόμουν τότε ότι αυτό το παιδί μια μέρα θα τράβαγε με τα δόντια βαγόνια τρένων. Αυτά που έκανε ο Γιώργος είναι ασύλληπτα. Είχαμε προπονητή τον αείμνηστο Σταμάτη Χαρισιάδη, τον παππού της πάλης. Δεν ήταν μόνο προπονητής μας, ήταν κάτι σαν θετός μας πατέρας. Φίλος και συμβουλάτοράς μας».

Αποφάσισε να γίνει παλαιστής όταν ήταν μόλις οκτώ χρόνων. «Είχε έρθει ένας κινητός κινηματογράφος στο χωριό όπου μεγάλωσα, το Αιγίνιο Πιερίας. Εκεί στα επίκαιρα είδα τον Τζιμ Λόντο να παλεύει και είπα μέσα μου “έτσι θέλω να γίνω”. Καταλαβαίνεις πόσο κόντρα ήταν αυτό για μένα, ένα αδύνατο παιδάκι, βοηθό δεξιού ψάλτη στον Αγιο Αθανάσιο. Οταν το είπα στους γονείς μου μου απάντησαν ότι μάλλον δεν ήμουν στα καλά μου».

Ο ίδιος όμως ήθελε πάση θυσία να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. «Στο χωριό δεν ξέραμε τι είναι τα βάρη. Ετσι πήρα μια σωλήνα, την έβαλα σε ένα δέντρο για να κάνω μονόζυγο και πήρα και κάτι τενεκέδες από λάδι, τους έβαλα και μπετό και τους ένωσα με μια άλλη σωλήνα για να κάνω ασκήσεις». Στα 14 του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου μαθήτευσε στη σχολή των ΣΕΚ, του σημερινού ΟΣΕ.

Η πορεία του στα ελληνικά ρινγκ

Στην Αθήνα ήρθε έναν χρόνο μετά. «Έμεινα λίγο στο Μεταξουργείο. Ξανάρθα Αθήνα αργότερα και έμεινα σε ένα διαμέρισμα στην Πλάκα που το είχαν ο Νικόλας Κοεμτζής και τα αδέρφια του». Για να ζήσει εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής, μανάβης, κουλουρτζής, λούστρος. Στην Αθήνα γνώρισε και τον Γιώργο Τρομάρα με τον οποίο τους συνδέει βαθιά φιλία 52 χρόνων. «Ο Γιώργος ήταν τότε 16-17, εγώ 20. Οταν τον γνώρισα ήταν εξηντακάτι κιλά. Δεν φανταζόμουν τότε ότι αυτό το παιδί μια μέρα θα τράβαγε με τα δόντια βαγόνια τρένων. Αυτά που έκανε ο Γιώργος είναι ασύλληπτα. Είχαμε προπονητή τον αείμνηστο Σταμάτη Χαρισιάδη, τον παππού της πάλης. Δεν ήταν μόνο προπονητής μας, ήταν κάτι σαν θετός μας πατέρας. Φίλος και συμβουλάτοράς μας».

Ο Γιώργος Γκουλιόβας έγραψε χρυσές σελίδες στα ελληνικά στάδια ως Μασκοφόρος – Κόκκινος Δαίμων. Γιατί όμως φορούσε μάσκα; Οι πολύ σπουδαίοι αθλητές της εποχής, ο Αντρέας Λαμπράκης, ο Χάρης Καρπόζηλος, ο Κώστας Παπαλαζάρου, ο Γιώργος Αλεξίου, ο Σούλης Τσικρικάς, ο Δημήτρης Σιδέρης, ο Δημήτρης Ντάρλας, ήταν αθλητές της ιαπωνικής πάλης. Ο Σιδέρης και ο Ντάρλας ήταν παράλληλα και της ελληνορωμαϊκής. «Κάνοντας προπόνηση μαζί τους είδα ότι χρειαζόμουν τις βάσεις της πάλης που ήταν η ελληνορωμαϊκή γιατί ήταν ο καλύτερος τρόπος ενδυνάμωσης».

Ετσι ξεκίνησε τις προπονήσεις. «Εγώ δεν την έκανα για να παίξω πρωτάθλημα Ελλάδος. Αυτοί που το έκαναν και κέρδιζαν εξασφάλιζαν το μέλλον τους πηγαίνοντας στα σώματα ασφαλείας. Εγώ ήθελα να φύγω στο εξωτερικό, να πάω να παλέψω επαγγελματικά, αλλά ταυτόχρονα είχα και έναν προπονητή που λάτρευα και ήθελα να βοηθήσω, τον Στέφανο Νικολαΐδη».

Η πρόταση για επαγγελματική καριέρα

Την ίδια εποχή δέχτηκε πρόταση από τον πρόεδρο της ελληνικής Ομοσπονδίας Επαγγελματικής Πάλης Μιχάλη Πυλαρινό να παλέψει επαγγελματικά. «Ο μόνος τρόπος να τα συνδυάσω ήταν να μην κατέβω στο πρωτάθλημα Ελλάδος αλλά στη Γ΄ και Β΄ κατηγορία ώστε να πάρει ο σύλλογός μου, ο Σπόρτιγκ Αθηνών, κάποιους πόντους και να δικαιολογήσει και ο προπονητής μου τον μισθό του. Ετσι κατέβαινα στη Γ΄ και τη Β΄ κατηγορία σαν ερασιτέχνης παλαιστής, όπου δεν θα είχα το δικαίωμα να κατέβω αν αποδεικνυόταν ότι πάλευα επαγγελματικά».

Επειδή δεν ήταν εφικτό να αγωνίζεται ταυτόχρονα και επαγγελματικά και ερασιτεχνικά αποφάσισε όταν έπαιζε επαγγελματικά να φοράει μάσκα. «Ετσι υπέγραψα με τον Μιχάλη Πυλαρινό και την Ομοσπονδία Επαγγελματικής Πάλης ένα τετραετές συμβόλαιο σύμφωνα με τους όρους του οποίου αν έχανα θα έβγαζα τη μάσκα, αν δεν έχανα θα συνέχιζα να παλεύω ως Μασκοφόρος μέχρι να λήξει το συμβόλαιό μου. Επί τέσσερα συναπτά έτη δεν έχασα. Το 1973, στο τέλος του τέταρτου έτους, έπειτα από έναν νικηφόρο αγώνα έβγαλα τη μάσκα μέσα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και ο κόσμος είδε το πρόσωπό μου». Ετσι έκλεισε η καριέρα του στα ελληνικά ρινγκ. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για Αυστραλία.

Χρυσές σελίδες στην Αυστραλία

Τον Ιούλιο του 1974 εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία. «Ο μέσος εργάτης στην Αυστραλία έπαιρνε τότε 50 δολάρια τη βδομάδα, εγώ έπαιρνα 750 συν τα μπόνους». Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ήταν ήδη πρωταθλητής Αυστραλασίας βαρέων βαρών –έμεινε στην ιστορία ως ο νεότερος και ελαφρύτερος πρωταθλητής της διοργάνωσης. Λίγο καιρό μετά ανακηρύχθηκε πρωταθλητής Αυστραλασίας βαρέων βαρών στα ζευγάρια, μαζί με τον Μάριο Μιλάνο. «Επειτα από έναν χρόνο έφυγα από τη διοργάνωση για πολλούς λόγους. Είναι πολύ σπουδαίο να αγωνίζεσαι για την κορυφή. Ακόμη πιο σπουδαίο είναι να τα καταφέρεις χωρίς καν να μιλάς τη γλώσσα. Το πιο δύσκολο από όλα όμως είναι να κερδίζεις τόσα χρήματα, να γεμίζεις τα στάδια, να είσαι στον κολοφώνα της δόξας σου και να τους πεις “τα παρατάω”».

Αυτό συνέβη γιατί δεν ένιωθε ο εαυτός του. Θεωρούσε ότι το σωστό ήταν να παλεύει με νέους αθλητές. «Κουράστηκα να παλεύω με τους ίδιους αντιπάλους, ξαναμασημένη τροφή. Δεν το θεωρούσα λογικό ούτε έντιμο για τους φιλάθλους που πλήρωναν ακριβά εισιτήρια και κοιμόνταν έξω από το στάδιο με τα σλίπινγκ μπαγκ για να εξασφαλίσουν εισιτήριο». Λέει ότι η έννοια του αθλητή και γενικότερα του ανθρώπου είναι παρεξηγημένη. «Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το σώμα του. Είναι τρισυπόστατη οντότητα: σώμα, πνεύμα και ψυχή. Αν ασχολείσαι μόνο με τη σωματική καλλιέργεια και δεν ασχοληθείς καθόλου με την πνευματική και την ψυχική, χωλαίνεις. Είμαστε υπεύθυνοι για τον τρόπο που σκεφτόμαστε και συμπεριφερόμαστε. Ειλικρινά έχω κουραστεί να ακούω να βρίζουν όσους παίρνουν τα ηνία της χώρας στα χέρια τους. Εχω βαρεθεί να ακούω να λέει ο κόσμος “ας μου κόβονταν τα χέρια την ώρα που τους ψήφιζα”. Δεν βλέπω κανέναν ούτε με κομμένα χέρια ούτε με κομμένα πόδια».

Μιλάει με αγάπη και θαυμασμό για τον πρώην πρωθυπουργό της Αυστραλίας Γκοφ Ουίτλαμ, με τον οποίο είχε τη χαρά να γίνουν κουμπάροι. «Ηταν ο σπουδαιότερος φιλέλληνας που γνώρισα στη ζωή μου. Εκείνος ενεργοποίησε το γραφείο της Αμάλ Αλαμουντίν για τα γλυπτά του Παρθενώνα». Με τον Ουίτλαμ γνωρίστηκαν στην ελληνική λέσχη του Σίδνεϊ, έπειτα από ραντεβού που τους έκλεισε ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Αγγελος Μάλος όταν ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Γιώργο Γκουλιόβα, τους αγώνες τους οποίου παρακολουθούσε στην τηλεόραση.

Το ατύχημα που άλλαξε τη ζωή του

Από το 1975 και μετά πάλευε μόνο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Το 1981, έχοντας πλέον τις δικές του επιχειρήσεις (γυμναστήριο, τουριστικά γραφεία), δέχτηκε πρόταση να πρωταγωνιστήσει στην ταινία αυστραλοαμερικανικής παραγωγής «The eternal Ulysses», βασισμένη στον μύθο του Οδυσσέα. Στη συζήτηση που είχε με τον καμεραμάν του Φίνου Νίκο Δημόπουλο «του είπα ότι είχα συμβόλαιο για τουρ με Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Κορέα, Κίνα, Σιγκαπούρη και ότι μετά έπρεπε να παλέψω στην Αμερική. Του ζήτησα δέκα εργάσιμες μέρες για να μιλήσω με τους διοργανωτές των αγώνων και να κερδίσω χρόνο για τα γυρίσματα της ταινίας. Δέκα λεπτά αφού βγήκα από το γραφείο του με τσαλάκωσε το τραμ».

Μιλάει για το μεγάλο ατύχημα που άλλαξε τη ζωή του και τις δυσκολίες που πέρασε για πολλά χρόνια. «Η διάγνωση ήταν πολλαπλά τραύματα της σπονδυλικής στήλης. Επρεπε να μείνω ακίνητος για πολύ καιρό. Ζούσα με 25-30 χάπια τη μέρα. Οταν οι πόνοι ήταν αφόρητοι έπαιρνα μορφίνη ή πεθιδίνη κάθε τέσσερις ώρες. Εκτός από τους πόνους, από το χτύπημα έχασα μεγάλο μέρος της μνήμης μου. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη διάγνωση των επιστημόνων σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, έζησα και σηκώθηκα ξανά».

«Ηταν σαν κάτι να με κυνηγούσε»

Το ένα τραγικό περιστατικό όμως διαδεχόταν το άλλο. Οσο ήταν στο νοσοκομείο έπιασε φωτιά το γυμναστήριό του. Μαζί κάηκε και το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου του. Ακολούθησε μια σειρά από σοβαρά ατυχήματα. «Ηταν σαν κάτι να με κυνηγούσε. Ημουν όμως αρκετά τυχερός ώστε να μην είμαι παλαιστής μόνο στο σώμα αλλά και στο πνεύμα και στην ψυχή. Για μένα η χειρότερη κατάντια ενός ανθρώπου είναι να φτάσει στο σημείο να νιώσει αυτολύπηση».

Στον τοίχο κρέμεται μια εικόνα της Παναγίας. Τον ρωτάω αν πιστεύει στον Θεό. «Είναι φύσει αδύνατον να σου πω ότι έχουν άδικο όσοι τάσσονται κατά της θρησκείας. Είναι όμως φύσει αδύνατον να σου πω ότι έχουν άδικο και όσοι πιστεύουν. Για να υπάρχουν θρησκεία και επιστήμη για τόσα χρόνια, και οι δύο κάπου πρέπει να έχουν δίκιο».

«Ο αδερφός μου ο Σαλονικιός»

Αν πληκτρολογήσει κανείς το όνομα του Γιώργου Γκουλιόβα στο Google βρίσκεται μπροστά σε δημοσιεύματα που αφορούν τον αδερφό του, Γιάννη Γκουλιόβα, και τίτλους που τον περιγράφουν ως όμορφο νταβατζή που απείλησε την Μπέμπα Μπλανς, νταή του Στράτου Διονυσίου, άνθρωπο της νύχτας που πουλούσε προστασία σε γυναίκες και μαγαζιά, κακοποιό που σκοτώθηκε από τα πυρά αστυνομικού σε άμυνα έξω από τη χαρτοπαικτική λέσχη του Συλλόγου Ελλήνων Ηθοποιών και Καλλιτεχνών στην Κυψέλη. Γνωστότερος και ως Σαλονικιός, ο Γιάννης Γκουλιόβας όντως έπεσε νεκρός από αστυνομικά πυρά τον Σεπτέμβριο του 1977.

Συζητάμε με τον Γιώργο Γκουλιόβα, που έχει διαφορετική εκδοχή από αυτή των αρχών για τον αδερφό του και βλέπει κάτω από άλλο πρίσμα την ιστορία. Είναι άλλωστε ο αδερφός. «Ολα αυτά που λένε για το πώς πέθανε ο Γιάννης τα έχει γράψει η αστυνομία. Ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Ο Γιάννης ήταν τραγουδιστής. Τραγουδούσε με την Καίτη Γκρέυ στην Κάσμπα, ένα μαγαζί που διηύθυνα εγώ σε ηλικία 23-24 χρόνων. Δεν είχε πάρει ποτέ σεντ από κανένα μαγαζί. Τότε οι μικρές τρέχανε από πίσω του, κάνανε σαν τρελές. Τι έκανε και τι δεν έκανε με αυτές δεν μπορώ να γνωρίζω. Εκείνο που είναι παραπάνω από βέβαιο όμως είναι ότι εκείνη την εποχή υπήρχε ένα μεικτό τμήμα στην αστυνομία που λεγόταν Ηθών, Λεσχών, Ναρκωτικών. Και αυτοί κάνανε κουμάντο. Ο Γιάννης στάθηκε εμπόδιο στον δρόμο τους».

Οταν σκοτώθηκε ο Γιάννης Γκουλιόβας ήταν μόλις 27 χρόνων. «Αυτός που πυροβόλησε τον αδερφό μου ήταν πρωταθλητής σκοπευτής της αστυνομίας. Δεν είχε υπηρεσία εκείνη την ώρα. Τον καλέσανε, του δώσανε μια φωτογραφία και τον στείλανε σε αποστολή. Δεν ήταν μόνος του την ώρα που πυροβόλησε τον αδερφό μου, ήταν μαζί του αρκετοί αστυνομικοί. Ο Γιάννης τα είχε με τους ρουφιάνους και τον σκοτώσανε στων ρουφιάνων τη λέσχη, την μπαρμπουτιέρα. Του την είχαν στημένη. Την προηγούμενη φορά που είχαν πάει να τον σκοτώσουν είπαν ότι πήγε να τα πάρει από ένα μαγαζί και ότι όταν έφτασε η αστυνομία πέταξε ένα πιστόλι δίπλα από ένα ψυγείο για να μην το βρουν πάνω του. Αυτό που δεν είπαν είναι ότι το μαγαζί το είχε ο ίδιος ο Γιάννης με τους φίλους του. Θα πήγαινε να πάρει λεφτά από το μαγαζί του εκβιαστικά;».

Οταν έμαθε για τον αδερφό του βρισκόταν σε περιοδεία για αγώνες στη Νότια Αφρική και την τότε Ροδεσία. «Προτού ειδοποιήσει η αστυνομία τους γονείς μου ότι σκότωσαν τον αδερφό μου είχαν πάρει τον ξάδερφό μου που είχε έρθει από το Λονδίνο στην Ελλάδα και τον ανακρίνανε για να μάθουν πού βρισκόμουν. Το ίδιο έκαναν και με τον φίλο μου τον παλαιστή Τζον Τόλιο στο Σίδνεϊ. Ισως φοβόνταν για αντίποινα. Οταν τα έμαθε η μητέρα μου μου ζήτησε να ορκιστώ ότι δεν θα έκανα τίποτε. Της είπα ότι θα έπαιρνα αεροπλάνο για Ελλάδα. Και μου είπε για να με προστατέψει: “Γιε μου, μην το κάνεις αυτό το πράγμα. Χώμα θα δεις και τώρα, χώμα θα δεις και μετά. Πήγαινε εκεί που πηγαίνεις και έλα στη συνέχεια”. Της είπα ότι θα έβρισκα αεροπλάνο και της ζήτησα να τον κρατήσουν στο νεκροτομείο. “Είναι ήδη στον δρόμο και έρχονται να τον θάψουν” μου απάντησε. Τη ρώτησα: “Και γιατί με ειδοποιείτε τώρα;”. “Γιατί τώρα μας ειδοποιήσανε” μου είπε. Οταν φέρανε τον αδερφό μου, του έλειπε ένα κομμάτι από την μπροστινή πλευρά του πουκαμίσου. Αυτό για να μην φανεί ότι τον πυροβόλησαν εξ αποστάσεως και όχι εξ επαφής όπως είπαν».

Ρωτάω τον Γιώργο Γκουλιόβα αν τα έχει ξαναπεί στον Τύπο όλα αυτά. «Οχι, ποτέ» απαντά. Αναρωτιέμαι γιατί. «Για να δεις τι φάρα είστε εσείς οι δημοσιογράφοι και συγγνώμη που σ’ το λέω αλλά πρέπει, δεν ήρθε κανείς μέχρι τώρα να μου πει “έλα δω, ρε μάγκα, για πες μου τι έγινε με τον αδερφό σου”, να του πω κι εγώ πέντε πράγματα».https://www.documentonews.gr/

Related posts