Σε φθίνουσα πορεία, «κολληµένη» σε ποικιλίες της δεκαετίας του 1980 και του 1990, που δεν ζητά πλέον η αγορά, µε γερασµένους οπωρώνες και µε ελάχιστη βοήθεια σε επίπεδο έρευνας, σε ένα ανταγωνιστικό και δύσκολο διεθνές περιβάλλον, όπου η κατανάλωση µειώνεται.
Αυτή είναι η εικόνα που χαρακτηρίζει σήµερα την εγχώρια καλλιέργεια εσπεριδοειδών και για να αλλάξει, απαιτείται να γίνει αναδιάρθρωσή των περιβολιών, να αξιοποιηθούν νέα υποκείµενα και ποικιλίες και να οργανωθεί ένα πολυδύναµο ερευνητικό ινστιτούτο για τον κλάδο, που να ανταποκρίνεται στη σηµαντικότητά του για την οικονοµία.
Στις επισηµάνσεις αυτές προχώρησε ο δρ Βασίλης Ζιώγας, ερευνητής Γ’ στον ΕΛΓΟ–∆ήµητρα, µε εξειδίκευση στα εσπεριδοειδή παρουσιάζοντας από το βήµα του διεθνούς συνεδρίου εσπεριδοειδών, που οργανώθηκε στο πλαίσιο της 7ης έκθεσης «Freskon»- την υφιστάµενη κατάσταση της καλλιέργειας εσπεριδοειδών στη χώρα µας. Βάσει στοιχείων που παρέθεσε στο διάστηµα 1998-2021, η καλλιέργεια εσπεριδοειδών στην Ελλάδα έχασε λίγο πάνω από το 20% των εκτάσεών της, καθώς από τα 528.000 στρέµµατα, έπεσε στα 408.000 στρέµµατα, µε τη µεγαλύτερη µείωση στα πορτοκάλια, αλλά και τα grapefruit, ενώ αντίθετα σε άνοδο είναι τα µανταρίνια και σταδιακά µπαίνουν σε παραγωγή και τα λεµόνια.
Πάντως, η παραγωγή παρέµεινε στα περίπου ίδια επίπεδα, της τάξης των 1 εκατ. τόνων, αν και εξαιτίας και της κλιµατικής αλλαγής παρατηρείται µετατόπιση προς τα Βόρεια των παραγωγικών κέντρων, µε την Αιτωλοακαρνανία να παίρνει τα ηνία από την Κρήτη, ενώ βασική πηγή παραµένει η Αργολίδα.
Όσον αφορά τις καλλιεργούµενες εκτάσεις, σύµφωνα µε τον κ. Ζιώγα, το 77% καλύπτεται από πορτοκαλεώνες και ακολουθούν τα µανταρίνια µε 14% και τα λεµόνια µε 8%. Συνολικά τα πορτοκάλια καλλιεργούνται σε 280.000 στρέµµατα, µε την ετήσια παραγωγή σε περίπου 820.000 τόνους, ενώ το 43% αφορά στην ποικιλία Μέρλιν και το 19% στη Ναβαλίνα. «Η Ελλάδα έχει µείνει σε ποικιλίες της δεκαετίας του 1980 και του 1990 και δεν είµαστε ανταγωνιστικοί, διότι η αγορά δεν τις προτιµά πλέον. Επιπλέον το 64% των οπωρώνων είναι άνω των 25 ετών, που σηµαίνει πως είναι γερασµένοι. Ειδικά στα Μέρλιν το 80% των περιβολιών είναι γερασµένα µε συνέπεια να φθίνει η παραγωγικότητά της και να χρειάζεται να ανανεωθούν», επεσήµανε ο ερευνητής του ΕΛΓΟ – ∆ήµητρα.
«Κόλληµα» µε την Κληµεντίνη στα µανταρίνια
Λίγο καλύτερη είναι η εικόνα στα µανταρίνια, µε την καλλιεργούµενη έκταση στα 72.000 στρέµµατα και την παραγωγή στους 145.000 τόνους, αλλά και εκεί υπάρχουν ανάλογες στρεβλώσεις. «Και εδώ δεν έχουµε µεγάλη γκάµα ποικιλιών που να ζητά η αγορά.
Είµαστε κολληµένοι µε την Κληµεντίνη που αντιπροσωπεύει το 55% των εκτάσεων», είπε ο οµιλητής προσθέτοντας ότι στα λεµόνια, τα οποία καλλιεργούνται σε 35.000 στρέµµατα, µε παραγωγή κοντά στους 85.000 τόνους, το 42% αφορούν ποικιλίες που είναι χειµωνιάτικες και φθινοπωρινές, µε συνέπεια να προκύπτει ένα κενό το καλοκαίρι και να αναγκαζόµαστε να εισάγουµε, περίπου 23.000 τόνους κάθε χρόνο, ενώ άλλες περίπου 8.000 τόνοι είναι άλλα εσπεριδοειδή.
Συµπερασµατικά ο κ. Ζιώγας αφού επισήµανε πως τα εσπεριδοειδή εξακολουθούν να είναι ο πρώτος εξαγώγιµος κλάδος φρούτων και να αποτελεί σηµαντικό πυλώνα για την οικονοµία, υπογράµµισε πως είναι ανάγκη η καλλιέργεια να πάει σε αναδιάρθρωση, τόσο στα πορτοκάλια όσο και στα µανταρίνια, µε νέα υποκείµενα, πέραν της νεραντζιάς, να αξιοποιήσει το γενετικό υλικό που υπάρχει µε τις ελληνικές ποικιλίες που µπορούν να δώσουν καλή παραγωγή και καλό εισόδηµα, αλλά και ποικιλίες που ζητά η γαστρονοµία, όπως η finger lime, meyer lemon, kaffir lime, σαγκουίνι, κουµ κουάτ και άλλες και να µειώσει το κόστος παραγωγής µέσω της τεχνολογίας και µέσω των συλλογικών σχηµάτων.
ΠΗΓΗ: agronews.gr